- ἐκτινάσσεται
- ἐκτινάσσωshake outpres ind mp 3rd sgἐκτινάσσωshake outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… … Dictionary of Greek
νηματοκύστη — η ζωολ. μικροσκοπική επιμήκης ή σφαιρική κάψα που απαντά κυρίως στα κνιδόζωα, στην επιφάνεια τού σώματος τού ζώου, παράγεται από τη νηματοβλάστη και περιέχει ένα συνεστραμμένο νημάτιο, το οποίο ύστερα από διέγερσή του εκτινάσσεται και ελευθερώνει … Dictionary of Greek
πυρπάλαμος — ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α 1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» ο κεραυνός, Πινδ.) 2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που… … Dictionary of Greek
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek
στόμωμα — το, ΝΑ [στομῶ, ώνω] νεοελλ. άμβλυνση, απώλεια τής οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου αρχ. 1. στόμιο, άνοιγμα 2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα 3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία τής στόμωσης,… … Dictionary of Greek
τέφρα — η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα τού ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.) νεοελλ. 1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το… … Dictionary of Greek
χειροτίνακτος — ον, Μ αυτός που εκτινάσσεται, που εκσφενδονίζεται με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τίνακτος (< τινάσσω), πρβλ. λαο τίνακτος] … Dictionary of Greek